- μιγκέ
- (κομβαλλαρία του Μαΐου). Ποώδες φυτό της οικογένειας των λειριιδών ή λιλιιδών (μονοκοτυλήδονα), με ρίζωμα και βλαστό μονοστέλεχο, ύψους 10-20 εκ. Αυτοφύεται στα σκιερά ορεινά δάση της βορειοηπειρωτικής Ελλάδας, Θεσσαλίας και Πελοποννήσου. Καλλιεργείται ως καλλωπιστικό φυτό μπορντούρας ή για την παραγωγή δρεπτών ανθέων, τα οποία εκτιμώνται ιδιαίτερα για το άρωμά τους. Τα πλατιά, ωοειδή-λογχοειδή φύλλα περιβάλλουν τον όρθιο βλαστό, που είναι λίγο πιο κοντός από αυτά· ο βλαστός φέρει στην κορυφή έναν βότρυ με 6-12 λευκά, εύοσμα άνθη, που γέρνουν μονόπλευρα. Τα άνθη έχουν μορφή σφαιρικού κώδωνα, με τα χείλη χωρισμένα σε 6 λοβούς, που στρίβουν προς τα έξω· οι καρποί είναι μικρές κόκκινες ράγες. Η παρουσία δύο γλυκοσιδίων (κομβαλλαρίνης και κομβαλλαμαρίνης) κάνει το φυτό δηλητηριώδες· στην ιατρική το μ. χρησιμοποιείται ως καρδιοτονωτικό και διουρητικό.
Dictionary of Greek. 2013.